θύννως

θύννως
θύννος
tunny-fish
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκοπιάζω — Α [σκοπιά] (ποιητ. τ.) 1. παρατηρώ από ψηλό τόπο, κατοπτεύω 2. (γενικά) κοιτάζω («δηρὸν δὲ καθήμενος ἐσκοπίαζον», Ομ. Οδ.) 3. κατασκοπεύω κάποιον 4. (για όμιλο λάτρεων τής Ίσιδος) προσέχω μήπως φανεί κοπάδι ψαριών 5. μέσ. σκοπιάζομαι έχω τον νου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”